φαρδύς

φαρδύς
[фардис] εκ. широкий, просторный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φαρδύς" в других словарях:

  • φαρδύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά πλατύς απλόχωρος: Φαρδύς δρόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρδύς — ιά, ύ, Ν ευρύς, πλατύς. επίρρ... φαρδιά Ν ευρέως, πλατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εὐ φραδής «σαφής», κατά τα επίθ. σε υς (πρβλ. πλατύς)] …   Dictionary of Greek

  • Φαρδύς, Νικόλαος — (1855 – 1901). Γιατρός και λόγιος. Καταγόταν από τη Σαμοθράκη. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή. Αργότερα πήγε στη Μασσαλία, στο πανεπιστήμιο της οποίας σπούδασε ιατρική. Διετέλεσε διευθυντής στη σχολή… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κοντόφαρδος — η, ο κοντός και συγχρόνως φαρδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + φαρδύς] …   Dictionary of Greek

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

  • φαρδαίνω — και φαρδένω και φαρδύνω Ν [φαρδύς] 1. (μτβ.) κάνω κάτι φαρδύ, πλατύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι φαρδύς …   Dictionary of Greek

  • φαρδουλός — ή, ό, Ν ο κάπως φαρδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρδύς + κατάλ. ουλός (πρβλ. παχύς: παχ ουλός)] …   Dictionary of Greek

  • αγεφύρωτος — η, ο [γεφυρώνω] 1. αυτός που δεν γεφυρώθηκε, που δεν συνδέθηκε ή δεν μπορεί να συνδεθεί με γέφυρα 2. (κυριολ. και μτφ.) ο τόσο φαρδύς, τόσο μεγάλος, που δεν μπορεί να γεφυρωθεί, να ενωθεί με αυτή τη σημ. στη φρ. «μάς χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα»,… …   Dictionary of Greek

  • αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • βραγιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 473 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρων. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπαλχάρ. * * * η 1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»